ἐντεσιεργός

ἐντεσιεργός
ἐντεσῐ-εργός, όν,
A working in harness, ἡμίονοι ἐ. draught-mules, Il. 24.277.

Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • εντεσιεργός — ἐντεσιεργός, όν (Α) (για ημίονο) που σέρνει άμαξα («ζεῡξαν δ ἡμιόνους... ἐντεσιεργούς», Ομ. Ιλ.) …   Dictionary of Greek

  • ἐντεσιεργούς — ἐντεσιεργός working in harness masc/fem acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • έργο — (Φυσ.). Στη φυσική, μπορούμε να ορίσουμε το έ. μιας δύναμης αν ξεκινήσουμε από μια απλή περίπτωση, κατά την οποία ένα υλικό σώμα αμελητέων διαστάσεων, πάνω στο οποίο εφαρμόζεται μια σταθερή δύναμη, επιτελεί μια ευθύγραμμη μετατόπιση κατά μια… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”